- επικαταλλαγή
- Όρος με διττή σημασία στην οικονομική ορολογία. Η πρώτη δηλώνει την προμήθεια που εισπράττεται ως αντάλλαγμα της υπηρεσίας ανταλλαγής ενός νομίσματος με άλλο διαφορετικού είδους ή προερχόμενου από άλλο κράτος. Γενικά, το αντάλλαγμα αυτό αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό της τιμής του νομίσματος που ανταλλάσσεται (συνάλλαγμα).
Κατά τη δεύτερη σημασία, ε. είναι η διαφορά πραγματικής αξίας και συνεπώς αγοραστικής δύναμης που μπορεί να υπάρχει μεταξύ δύο διαφορετικών ειδών νομίσματος ίσης ονομαστικής αξίας, τα οποία κυκλοφορούν ως νόμιμα μέσα πληρωμής: για παράδειγμα, μεταξύ χρυσού και αργυρού νομίσματος, μεταξύ μεταλλικού νομίσματος και χαρτονομίσματος. Διαφορά αξίας όπως αυτή είναι δυνατόν να οφείλεται στον διαφορετικό βαθμό σπανιότητας των δύο ειδών νομισμάτων, στη διαφορά της εμπιστοσύνης που το καθένα εμπνέει στο κοινό ή ακόμα στη διαφορετική πρακτική χρησιμότητα που προσφέρει στις συναλλακτικές ανάγκες.
* * *η (Α ἐπικαταλλαγή) [επικαταλλάσσομαι]νεοελλ.1. η διαφορά ανάμεσα στην ονομαστική και στην αγοραία ή πραγματική αξία τού χρήματος2. η διαφορά ανάμεσα στην αξία τού χρυσού ως μεταλλικού νομίσματος και χαρτονομίσματοςαρχ.η αμοιβή τού αργυραμοιβού για την αλλαγή νομίσματος.
Dictionary of Greek. 2013.